κνηκις

κνηκις
    κνηκίς
    -ίδος ἥ желто-бурое облако (предвещающее бурю) Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κνηκις" в других словарях:

  • κνηκίς — κνηκίς, ίδος, ή (AM) [κνήκος] 1. ωχρή κηλίδα από σύννεφα στον ουρανό 2. στιλπνό, λαμπερό δέρμα 3. φρ. «κνηκίς ελαφος» ελάφι με κιτρινωπό, λαμπερό τρίχωμα …   Dictionary of Greek

  • κνήκος — κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ) 1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος τού οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας 2. το φυτό κνίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kenәko «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»